αερσίπους

αερσίπους
ἀερσίπους, -ουν (Α)
αυτός που σηκώνει ψηλά το πόδι, που περπατά ζωηρά, που αναπηδά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι- (< ἀείρω Ι) + ποῦς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀερσίπους — masc/fem nom/voc sg (attic) ἀρσίπους raising the foot masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερσιπόδων — ἀερσίπους masc/fem/neut gen pl ἀρσίπους raising the foot masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερσίποδας — ἀερσίπους masc/fem acc pl ἀρσίπους raising the foot masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀερσίποδες — ἀερσίπους masc/fem nom/voc pl ἀρσίπους raising the foot masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αερσιπόδης — ἀερσιπόδης, ο (Α) ο αερσίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ποῦς] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”